- πτερόψιδα
- ή πτεριδόψιδα, τα, Νβοτ. κλάση ή υποδιαίρεση τών τραχεοφύτων, κατά ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, ή τών πτεριδοφύτων, σύμφωνα με άλλα συστήματα, υποδιαίρεση που σε ορισμένα από τα συστήματα αυτά περιλαμβάνει τρεις κλάσεις, δηλαδή τα πτεριδικά, τα αγγειόσπερμα και τα γυμνόσπερμα, ή, σε άλλα συστήματα, μόνον τα πτεριδικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteropsida / pteropsis < πτερόν + όψις)].
Dictionary of Greek. 2013.